πρεσβυωπικός

πρεσβυωπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύωπα ή την πρεσβυωπία: Πρεσβυωπικά γυαλιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρεσβυωπικός — ή, ό, Ν [πρεσβυωπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρεσβυωπία («πρεσβυωπικά γυαλιά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”